- κυδωνίων
- κυδώνιοςquincesfem gen plκυδώνιοςquincesmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυδωνίων — Κυδώνιος quinces fem gen pl Κυδώνιος quinces masc/neut gen pl Κυδωνιάω swell like a quince imperf ind act 3rd pl Κυδωνιάω swell like a quince imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκάλα Νέων Κυδωνιών — Παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Κυδωνιών … Dictionary of Greek
Резня в Кидониесе — Резня в городе Кидониес (греч. Κυδωνίαι, Αϊβαλί, тур. Ayvalık Айвалык), Малая Азия событие, имевшее место в 1821 году, с началом Греческой революции, закончившееся разрушением города … Википедия
Γρηγόριος Ωρολογάς — (Αναστάσιος Αντωνιάδης Σαατσόγλου, 1864 – 1922).Κληρικός. Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριούπολης (1902 8), και αργότερα μητροπολίτης Κυδωνιών. Η θητεία του στο πρώτο αξίωμα συνέπεσε χρονικά με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
Μοσχονήσια — (τουρκ. Alibey Adalari). Συστάδα μικρών νησιών ΝΔ του Αδραμυττινού κόλπου. Το μεγαλύτερο από αυτά τα νησιά, που ονομάζεται Μοσχόνησος ή Μόσχος (τουρκ. Alibey Adasi), φράσσει στο βόρειο τμήμα τον κόλπο των Κυδωνιών (Αϊβαλί), μετατρέποντάς τον σε… … Dictionary of Greek
Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) … Deutsch Wikipedia
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
κυδωνάτο — το (AM κυδωνᾶτον) νεοελλ. φαγητό παρασκευασμένο με κρέας και κυδώνια μσν. γλυκό από κυδώνι μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό κυδωνιών αρχ. φρ. «κυδωνᾱτον τριπτόν» φαρμακευτικό παρασκεύασμα από τριμμένα κυδώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον +… … Dictionary of Greek
κυδωνόπαστο — το γλυκό που αποτελείται από πολτό βρασμένων κυδωνιών και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + πάστα «ζύμη, πολτός»] … Dictionary of Greek